Δημοσιεύματα - Texts

 

 

             Πολιτισμικά «πρότυπα» 21ου αιώνα

                                            Πρόλογος αντί Επιλόγου

                                                              Του γλύπτη Θόδωρου

Ίσως είναι πιο βολικό για ένα γλύπτη να ασχολείται, να μιλάει και να γράφει για τα «ειδικά» ζητήματα της δουλειάς του, αδιαφορώντας για τα ευρύτερα και για τα συνθετότερα. Ίσως, αντί να θέτει και να αναλύει γενικότερα προβλήματα του πολιτισμού, ίσως βολεύει να ασχολείται μόνο με την προβολή και τη διακίνηση των προϊόντων του, να οχυρώνεται μέσα στην περιβόητη «αυτονομία» της Τέχνης του. «Αυτονομία» η οποία βολεύει και τους άλλους «ειδικούς» που διαχειρίζονται τα ζητήματα του πολιτισμού, καθώς οι νέες δομές καταμερισμού εξουσίας, οι οποίες απορρέουν από τη δύναμη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, διαμορφώνουν τα «πρότυπα» – τα καλούπια – με τα οποία παράγονται και αναπαράγονται οι μορφές της κοινωνίας, πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές.

Απέναντι στη δύναμη αυτών των «προτύπων», η Παιδεία, με τη παραδοσιακή έννοια, και η επίσημη εκπαίδευση, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στην αντιμετώπιση των κρίσιμων ζητημάτων του τρέχοντας και επερχόμενου «πολιτισμού».

Με μια πρόχειρη ανασκόπηση του περάσματος από τον 20ο στον 21ο αιώνα, παρατηρούμε πως η πολιτιστική ευφορία των τεχνών, η οποία είχε τραφεί από τα μεγάλα οράματα και τις προσδοκίες της βιομηχανικής επανάστασης, άρχισε να αμφισβητείται τις τελευταίες δεκαετίες, όταν βγήκαν στην επιφάνεια οι επιπτώσεις της «προόδου», που διατάραξαν τις ισορροπίες στα οικοσυστήματα από τα οποία εξαρτάται η επιβίωσης της ανθρωπότητας επάνω στον πλανήτη Γη. Η αμφισβήτηση αυτή έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για μια νέα αντιμετώπιση των προβλημάτων της κοινωνίας, με αναζήτηση άλλων «προτύπων» ιδεολογίας και πολιτικής.

Όμως, στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, ενώ τα προβλήματα που ανέκυψαν από την παγκοσμιοποίηση προκαλούν βαθιές ζυμώσεις γύρω από τα ζητήματα ποιότητας της ζωής, ανοίγοντας νέες προοπτικές στην έρευνα, οι δομές της τέχνης διαιωνίζουν ακόμη τα κεκτημένα «πρότυπα» του 20ου αιώνα, μέσα στη μεταμοντέρνα αδράνεια ενός «πολιτισμού της κατανάλωσης». Οι παράγοντες της τέχνης – καλλιτέχνες, θεωρητικοί, ιστορικοί, κριτικοί, έμποροι, συλλέκτες ιδιώτες ή κρατικοί φορείς, μουσεία και πινακοθήκες – αρκούνται στη διαχείριση, διακίνηση και προβολή πολιτιστικών προϊόντων με ετικέτες, καθώς δεν τίθενται πλέον ερωτήματα γύρω από τη σημασία και τη λειτουργία των τεχνών στο νέο περιβάλλον.

Όταν κάποιος στις μέρες μας επιμένει να θέτει ερωτήματα για την τέχνη και να αναζητεί δημιουργικά κριτήρια, φαίνεται σαν αναχρονιστικός νοσταλγός της δεκαετίας του ’60 !

Ωστόσο πιστεύω πως η μεγάλη πρόκληση που προβάλλεται στον ορίζοντα του 21ου Αιώνα αφορά στο νόημα του Πολιτισμού.

s

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Για ποιόν πολιτισμό μιλάμε;

Πολιτισμό στην επιφάνεια της εφήμερης καταναλωτικής επικοινωνίας;

Ή

Πολιτισμό σε βάθος, που ρυθμίζει τις δομές της κοινωνίας για βιώσιμη ανάπτυξη

και ισόρροπη εξέλιξη;

Στα παραπάνω ερωτήματα δεν υπάρχουν έτοιμες και εύκολες απαντήσεις, καθώς το νόημα του Πολιτισμού αλλάζει στη ροή των τελευταίων αιώνων.

Για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του τρέχοντος Πολιτισμού χρειάζεται να ξεκινήσουμε από τις ρίζες της λέξης Πολιτισμός: Η «πόλη» ως βιότοπος όπου οι «πολίτες», ως ζωντανοί οργανισμοί διαβιούν και δημιουργούν.

Είναι γνωστό πως η βιομηχανική επανάσταση επέφερε ριζικές αλλαγές στη δομή της πόλης σε σχέση με τη φύση, αλλά και στη λειτουργία του πολίτη μέσα σε αυτή. Άλλαξαν τα συστήματα παραγωγής και διακίνησης προϊόντων και πληροφοριών, αλλάζοντας τις σχέσεις ανάμεσα στις ποιότητες και στις ποσότητες.

Οι αλλαγές αυτές καθόρισαν και την εξέλιξη του περιεχομένου του Πολιτισμού, αλλάζοντας το ρόλο της Παιδείας που δια-μορφώνει και δια-μορφώνεται κάθε κοινωνία.

Έτσι παρατηρούμε πως, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, το νόημα του πολιτισμού καθορίζεται από τις κυρίαρχες ιδέες της εποχής, όπως «πρόοδος», «εξέλιξη», «ταχύτητα», οι οποίες αφορούν στην παραγωγή, στην κίνηση και διακίνηση προϊόντων, ανθρώπων και πληροφοριών. Ιδέες που χάραξαν την πορεία της ανθρωπότητας, πρώτα στις σιδηροτροχιές, στα γρανάζια και στους ιμάντες της βιομηχανικής παραγωγής, με επιτάχυνση των ρυθμών ζωής, με την ανάπτυξη των συγκοινωνιών, οι οποίες μετά απογειώθηκαν στους αιθέρες της μεταβιομηχανικής εποχής, μέχρι τα δίκτυα της ψηφιακής πλανητικής επικοινωνίας…

Ιδέες που άλλαξαν τις ποιότητες του χώρου και του χρόνου, όπου προβάλλονται τα οράματα των ατόμων και των κοινωνιών για «ελευθερία», «ευτυχία», «επιτυχία». Οράματα που τροφοδότησαν τις τέχνες μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα.

Όμως, τα νέα ιστορικά δεδομένα, όπως διαμορφώνονται σε τοπική αλλά και σε πλανητική κλίμακα, αποκαλύπτουν τα όρια κορεσμού των επικοινωνιακών και παραγωγικών συστημάτων, με επιπτώσεις όχι μόνο στην ποιοτική συμβίωση των ανθρώπων σε συγκεκριμένο τόπο αλλά και στην επιβίωση του είδους επάνω στη Γη.

Η ποσοτική, συσσωρευτική και εκτατική αντίληψη της «προόδου» δεν τροφοδοτεί πλέον οράματα καθώς οδηγεί νομοτελειακά στη βαρβαρότητα του πολέμου ή στη μαζική καταναλωτική απληστία, η οποία διεγείρεται όλο και περισσότερο από τους νόμους της αγοράς.

Οι ρωγμές που διαπιστώνουμε στο οικοσύστημα από την ασυλλόγιστη «εξέλιξη» της ανθρωπότητας, με τη σπατάλη ή την καταστροφή των ζωτικών πηγών ενέργειας, μπορεί να αποτελέσουν αφετηρία για τη αναζήτηση του νοήματος του Πολιτισμού στον 21ο αιώνα, από όπου απορρέει και ο ρόλος της Τέχνης.

Χωρίς κάποια πρόταση, κάποιο πλαίσιο Πολιτισμού, η Τέχνη αντιμετωπίζεται ως α-νόητη υποκειμενική δραστηριότητα.

Επειδή στην εποχή μας συνήθως σαν «πολιτισμό» εννοούμε μόνο τις «πολιτιστικές δραστηριότητες», εγκαταλείπουμε όλες τις άλλες δραστηριότητες, παραγωγικές, τεχνικές και οικονομικές, στον κοινωνικό ανταγωνισμό που οδηγεί στη βαρβαρότητα. Εάν επαναπροσδιορίσουμε τον «Πολιτισμό» ως έννοια γένους, που περιλαμβάνει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες καθορίζουν την ποιοτική διαβίωση, συμβίωση και επιβίωση κάθε συγκροτημένης κοινωνίας σε βάθος χρόνου, τότε κάθε δημιουργός θα βρίσκει κίνητρα για συντονισμένη εργασία, σε όποιον τομέα και αν δραστηριοποιείται, στις Επιστήμες ή στις Τέχνες, στην έρευνα ή στην παραγωγή.

Εδώ όμως ανακύπτει η δυσκολία για τη συνολική θεώρηση, την επεξεργασία, την προβολή και την συντονισμένη προώθηση σύνθετων προτάσεων που ξεφεύγουν από τα κυρίαρχα πρότυπα πολιτισμού, καθώς στην τρέχουσα επικοινωνία ισχύει ο κατακερματισμός και η αποσπασματικότητα.

Πριν πέντε χρόνια έγραφα: «Υπάρχουμε δια μέσου των ΜΕΣΩΝ. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητική διαπίστωση, αποτελεί απλά μια κατάφαση πως η κοινωνία εννοείται και συγκροτείται δια μέσου της επικοινωνίας.»*

Νομίζω πως είναι χρήσιμο να διερωτηθούμε σε ποιο «πρότυπο επικοινωνίας» αναφερόμαστε, όταν μιλάμε για επικοινωνία:

s

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Για ποια επικοινωνία μιλάμε;

Επικοινωνία μόνο από τα οπτικοακουστικά ΜΕΣΑ

Ή

Επικοινωνία και ΜΕΣΑ από τις υλικές δομές και μορφές,

φυσικές και τεχνητές;

Βέβαια αυτό που εννοούμε ως «επικοινωνία» στην εποχή μας, σαν «πολιτισμένοι άνθρωποι», περιορίζεται στους οπτικοακουστικούς κώδικες των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (Μ. Μ. Ε.) οι οποίοι διακινούν πληροφορίες. Πληροφορίες σε ασύλληπτες ποσότητες με συνεχώς αυξανόμενες ταχύτητες. Πληροφορίες οι οποίες προβάλλονται σε επίπεδες «οθόνες» τυπογραφικές ή ηλεκτρονικές. «Οθόνες» της διαφήμισης στους τοίχους και στις ταράτσες των κτιρίων της πόλης, «οθόνες» των διάφορων φορητών εντύπων, εφημερίδων, περιοδικών και διαφημίσεων που κατακλύζουν τα περίπτερα και τα γραμματοκιβώτια, «οθόνες» που «εκπέμπουν» συνεχώς πληροφορίες μέσα από τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα με στόχους διαφημιστικούς ή προπαγανδιστικούς. Αυτός ο ανταγωνιστικός καταιγισμός πληροφοριών που συσσωρεύονται στο αστικό περιβάλλον συντελεί στην επιπεδοποίηση του νοήματος της επικοινωνίας με βαθύτερες επιπτώσεις στις πολιτισμικές ισορροπίες. Γιατί όσο επεκτείνεται η κυριαρχία της εικόνας στις εφήμερες και επίκαιρες επιφάνειες της κοινωνίας τόσο συρρικνώνεται και φτωχαίνει το βάθος πεδίου της Επικοινωνίας.

Όλα γίνονται πιο ρηχά, πιο εύκολα, πιο αναλώσιμα, πιο εφήμερα…

Οι σημαντικές αλλοιώσεις που συμβαίνουν στο αστικό περιβάλλον μπορεί να γίνουν κατανοητές όταν συγκρίνουμε το τοπίο της σύγχρονης πόλης με την προβιομηχανική πόλη. Τότε, όταν η οργάνωση και η επικοινωνιακή λειτουργία της πόλης καθορίζονταν από τις διαχρονικές δομές και μορφές της προβιομηχανικής κοινωνίας, όπου η Αρχιτεκτονική και η Γλυπτική οργάνωναν το επικοινωνιακό πεδίο στο οποίο εγγράφονταν διαχρονικά οι θρησκευτικές και οι πολιτικές αντιλήψεις, όπως και οι φιλοσοφικές, οι επιστημονικές, οι τεχνικές και άλλες δυνατότητες της κοινωνίας.

Ας συγκρίνουμε τη σημερινή όψη της πόλης με τις ποικίλες και πολύχρωμες επιφάνειες των κτιρίων και των διαφημίσεων, με τις φωτεινές και κινούμενες επιγραφές και εικόνες, ας συγκρίνουμε αυτό το αστικό τοπίο με όποιο άλλο περιβάλλον προβιομηχανικής πόλης και θα καταλάβουμε την ποιοτική διαφορά.

Προς το τέλος του 20ου αιώνα, οι διαπιστώσεις από τις αρνητικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα άρχισαν να ενεργοποιούν ποιοτικές αλλαγές για την αντιμετώπιση του φυσικού περιβάλλοντος. Σήμερα γνωρίζουμε πόσο σημαντικός είναι ο έλεγχος των βιομηχανικών και τεχνολογικών συστημάτων παραγωγής και αναπαραγωγής, καθώς τα προϊόντα και τα υποπροϊόντα τους καθορίζουν την ποιότητα ζωής, από την μικρή κλίμακα του τοπικού περιβάλλοντος μέχρι την πλανητική κλίμακα που ρυθμίζει την επιβίωση της ανθρωπότητας επάνω στη Γη.

Νομίζω πως οφείλουμε να προβλέψουμε εγκαίρως τις επιπτώσεις των πολιτιστικών συστημάτων παραγωγής, αναπαραγωγής, προβολής και διακίνησης προϊόντων και υποπροϊόντων «τέχνης» στο δημόσιο χώρο, στο κοινωνικό περιβάλλον.

Αν θεωρήσουμε την Τέχνη ως δραστηριότητα για ποιοτική διερεύνηση των τρόπων και των μέσων επικοινωνίας, ως μέρος του Πολιτισμού και της ευρύτερης Παιδείας, και όχι μόνο σαν «πολιτιστικό σύστημα» παραγωγής αντικειμένων ή εκδηλώσεων «τέχνης» που διακινεί στην αγορά αισθητικά «πρότυπα» του συρμού, τότε νομίζω πως χρειάζεται να θέτουμε κάθε τόσο το ερώτημα:

s

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

Για ποια αισθητική μιλάμε;

Αισθητική αναλώσιμη για εφήμερη προβολή και για κατανάλωση;

Ή

Αισθητική διαχρονική για αφύπνιση και διαμόρφωση ποιοτικών κριτηρίων διαβίωσης,

 συμβίωσης, επιβίωσης;

Μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, η εξέλιξη των προτύπων της «Αισθητικής» ακολούθησε την πορεία των προτύπων του Πολιτισμού, όπου η ιδέα της «ελευθερίας» του ατόμου σε σχέση με τη συντεταγμένη κοινωνία υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση των καλλιτεχνικών ρευμάτων.

«Ελευθερία», που ανέκυψε πρώτα από τις δυνατότητες που επέφεραν οι μηχανές στην επιτάχυνση του χρόνου της παραγωγής αντικειμένων και της λειτουργίας των υπηρεσιών, η οποία πήρε συγκεκριμένη μορφή με το αίτημα για «ελεύθερο χρόνο» σε σχέση με το χρόνο εργασίας. Αίτημα που μετεξελίχθηκε σταδιακά σε «ελευθερία» απέναντι στις διάφορες μορφές εξουσίας.

Παράλληλα οι δυνατότητες των μηχανών άλλαξαν τον τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής των έργων διάφορων τεχνών. Ιδιαίτερα με την εφεύρεση και την εξέλιξη της φωτογραφίας, των τυπογραφικών τεχνών και των άλλων μέσων και τρόπων μηχανικής αναπαραγωγής άλλαξαν και οι τέχνες της απεικόνισης. Έτσι η παραδοσιακή και χειρωνακτική σχέση των εικαστικών δημιουργών-τεχνιτών με την παραγωγή και την επικοινωνία αποδυναμώθηκε σταδιακά, μέχρι που τελικά η σχέση διασπάστηκε καθώς οι καλλιτέχνες «αυτονομήθηκαν» και εγκλωβίστηκαν μέσα στην «ελευθερία έκφρασης.

Από τα τεκμήρια των έργων τέχνης της προβιομηχανικής περιόδου διαπιστώνουμε πως η ανάγνωση και η αναγνώριση των τεχνών λειτουργούσε μέσα από την κοινή-κοινωνική «γλώσσα» της κάθε τέχνης, όπου κάθε δημιουργός-παραγωγός τεχνίτης, γίνονταν αποδεκτός από την κοινωνία ανάλογα με την «προστιθεμένη αξία» που το έργο του προσκόμιζε στο σύστημα της «γλώσσας» της κάθε τέχνης. Έτσι η ατομική δημιουργικότητα συντελούσε στη συλλογική-κοινωνική πρόοδο και στην ισόρροπη ανάπτυξη. Άλλωστε, μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση, την εξέλιξη του Πολιτισμού την διερευνούμε μέσα από τα έργα τέχνης, τα οποία εμπεριέχουν ουσιαστικές πληροφορίες για το πολιτισμικό επίπεδο της κοινωνίας που τα παρήγαγε. Πληροφορίες για την τεχνική, τεχνολογική, επιστημονική συγκρότηση της κοινωνίας μαζί με πολλές άλλες πληροφορίες που αφορούν σε ήθη, έθιμα και κοινωνικές συμπεριφορές.

Συγκρίνετε τα προβιομηχανικά έργα με τα έργα σύγχρονης τέχνης και θα διαπιστώσετε πως, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η ανάγνωση και η αναγνώριση των εικαστικών τεχνών σταδιακά γίνεται δια μέσου του υποκειμένου-«καλλιτέχνη» και όχι δια μέσου του αντικειμένου-έργου. Η «ερμηνεία» του έργου περνάει πλέον μόνο μέσα από την υποκειμενική «γλώσσα» του καλλιτέχνη. Έτσι η κοινή- κοινωνική «γλώσσα» της κάθε τέχνης διασπάται σε «αυτόνομες ατομικές εκφράσεις» μέσα στον ευρύτερο πολιτιστικό κατακερματισμό της «ελευθερίας έκφρασης». Αυτή η διάσπαση των «κοινών» κωδίκων σε «ελεύθερες» αποκλίνουσες υποκειμενικές τάσεις καθορίζει τη δομική διαφορά στη λειτουργία των τεχνών πριν και μετά τη βιομηχανική επανάσταση.

Διάσπαση, η οποία θα έχει αύξουσες επιπτώσεις στις πολιτισμικές ισορροπίες των κοινωνιών, όσο οι κοινωνίες περνούν από τη βιομηχανική, στη μεταβιομηχανική, στην τεχνολογική και ψηφιακή εποχή της εικόνας.

Επιπτώσεις μακροπρόθεσμα πιο βαριές από όσο η «διάσπαση του ατόμου», καθώς οι «οπτικοακουστικές εικόνες» που διακινούνται μέσα από τα δίκτυα επάνω στον πλανήτη μας και πέρα από αυτόν, ενώ καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας, εκλύουν «παρενέργειες» που διαχέονται στην κοινωνία. «Παρενέργειες» οι οποίες καθορίζουν την ποιότητα του Πολιτισμού.

Αυτή η ριζική πολιτισμική αλλαγή των μέσων και τρόπων επικοινωνίας διαμορφώνει τις κοινωνίες των ανθρώπων επάνω στον πλανήτη μας στο νέο «πρότυπο» της παγκοσμιοποίησης. Πρότυπο το οποίο μεταλλάσει τις βασικές σχέσεις που συντάσσουν κάθε κοινωνία στο χώρο και στο χρόνο: Οι σχέσεις ανάμεσα σε ατομικό « κοινωνικό, σε ιδιωτικό « δημόσιο και σε τοπικό « παγκόσμιο δεν είναι πλέον σαφείς.

Από αυτές τις πολιτισμικές μεταλλαγές αναδύεται το κρίσιμο ζήτημα: Για έναν Πολιτισμό που βασίζεται στον στοχαστικό σχεδιασμό της διαχείρισης των βασικών πηγών «ενέργειας» σε σχέση με τις παρενέργειες που συσσωρεύονται στο περιβάλλον.

Ζήτημα που αποτελεί σημαντική προτεραιότητα για τον 21ο αιώνα, καθώς οι "ενέργειες» , είτε από φυσικές πηγές, είτε από ανθρώπινες δραστηριότητες, μπορεί να τροφοδοτήσουν «πρότυπα» πολιτισμού προς αντίρροπες κατευθύνσεις :

  • Προς τις δημιουργικές-παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, με ποιοτικά κριτήρια για ισόρροπη εξέλιξη και βιώσιμη ανάπτυξη μέσα στο φυσικό και πολιτισμικό οικοσύστημα, ή

  • Προς τις μεταπρατικές και εξουσιαστικές δυνάμεις με κριτήρια οικονομικά κερδοσκοπικά ή πολιτικά καιροσκοπικά. Κριτήρια ποσοτικά τα οποία διακινούν και προβάλουν«ελεύθερα» στην αγορά «πολιτιστικά» προϊόντα και υποπροϊόντα, χωρίς κανένα κοινωνικό έλεγχο για τις πιθανές «παρενέργειες» που επιβαρύνουν το επικοινωνιακό περιβάλλον με πολιτισμική ρύπανση, με μακροπρόθεσμες συνέπειες στο οικοσύστημα του αστικού τοπίου.

  • Άλλωστε τα πρώτα σημάδια της επιβάρυνσης του αστικού τοπίου διαφαίνονται στις όψεις της σημερινής πόλης, όπου οι διαφημίσεις, οι ταμπέλες και τόσα άλλα έργα βιτρίνας για εφήμερες γιορτές και πανηγύρεις λειτουργούν μόνο σαν αναλώσιμο σκηνικό-dιcor για τα Μ. Μ. Ε. προκαλώντας παρενέργειες με μεγάλο συντελεστή πολιτισμικής ρύπανσης.

    Από την ισόρροπη διαχείριση της «ενέργειας» θα εξαρτηθεί η γενικότερη Παιδεία που θα καθορίσει την κατεύθυνση του Πολιτισμού στον 21ο αιώνα.

    Αναφέραμε παραπάνω πως ο πολιτισμός έχει ως πρώτο συνθετικό την «πόλη».

    Εάν ο αστικός χώρος εννοείται ως πεδίο επικοινωνίας, για ποια πόλη μιλάμε;

    ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ

    Όταν μιλάμε για οικοσυστήματα ξεχνάμε συχνά το αστικό οικοσύστημα. Ξεχνάμε πως ο «οίκος» αποτελούσε κάποτε το κύτταρο της πόλης. Ενώ σήμερα η πόλη γίνεται αντιληπτή σαν δίκτυο δρόμων όπου κυριαρχούν κάθε λογής «οχήματα», τα οποία μετακινούν ανθρώπους και εμπορεύματα ή διακινούν οπτικές πληροφορίες με εικόνες και λέξεις για διαφημιστικούς και προπαγανδιστικούς σκοπούς.

    Αυτή η ριζική αλλαγή στη δομή της πόλης επιφέρει βασικές διαφοροποιήσεις στην οργάνωση του χώρου της πόλης, καθώς από το βασικό κύτταρο τον «οίκο», τον ενταγμένο στο φυσικό και αστικό περιβάλλον, περνάμε στο κινητό κύτταρο, στο «όχημα».

    Αυτές οι δομικές αλλαγές στη λειτουργία της σύγχρονης πόλης έχουν επιπτώσεις και στο νόημα του τρέχοντος πολιτισμού, καθώς η κίνηση των οχημάτων διαμορφώνει τον βασικό ιστό της σύγχρονης πόλης, με σοβαρές συνέπειες για την ποιοτική συμβίωση και διαβίωση των πολιτών. Συνέπειες που αγγίζουν συχνά την επιβίωση των ανθρώπων. (Βλ. ατμοσφαιρική ρύπανση και άλλα προβλήματα υγείας που προκαλεί το σύγχρονο αστικό περιβάλλον).

    Από την άλλη, η άμετρη και ανισόρροπη διακίνηση οπτικοακουστικών πληροφοριών για διαφημιστικούς και προπαγανδιστικούς σκοπούς, δημιουργεί μια ανταγωνιστική ένταση στο δημόσιο χώρο, η οποία συσσωρεύεται στην ευαισθησία των πολιτών, καταλήγοντας συχνά στην αισθητική αφασία.

    Σήμερα όμως, καθώς άρχισαν να συνειδητοποιούνται αυτά τα προβλήματα, αναδύεται το βασικό αίτημα για ισόρροπη οργάνωση της πόλης με γνώμονα τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες των πολιτών, αλλά και την αποκατάσταση της συνέχειας με το ευρύτερο περιβάλλον, με το φυσικό οικοσύστημα στην αλυσίδα της ζωής.

    Είναι γνωστό πως η ποικιλία και η αρμονία στις μορφές και στους ρυθμούς της φύσης δημιουργούν το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και εξελίσσεται η ζωή γενικά.

    Αυτό που έχει αγνοηθεί είναι πως και η κοινωνική ζωή χρειάζεται το αντίστοιχο «πολιτισμικό κλίμα», χρειάζεται την ποικιλία στους ρυθμούς και στις μορφές της πόλης σε μια αρμονική οργάνωση (όσο είναι δυνατόν να γίνει στις σημερινές συνθήκες αστικής ζωής).

    Αν η συρρίκνωση και η έλλειψη ποικιλίας προκαλούν φαινόμενα ερημοποίησης στο φυσικό περιβάλλον, με τις ανάλογες συνέπειες για τη ζωή γενικώς, η επίπεδη αντιμετώπιση της πόλης που λειτουργεί σαν «οθόνη» όπου προβάλλονται εικόνες, χωρίς κάποια ποιοτική οργάνωση σε βάθος, προκαλεί αντίστοιχα κοινωνικά φαινόμενα υποβάθμισης της ποιότητας ζωής.

    Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναζήτησης της σχετικής ισορροπίας των μορφών και των ρυθμών της πόλης μπορούν να διαμορφωθούν τα κριτήρια για την Αισθητική στο αστικό οικοσύστημα. Μέσα σε αυτό το πεδίο επικοινωνίας οι δημιουργικές μορφές τέχνης μπορεί να συμβάλλουν ουσιαστικά στην Παιδεία για ισόρροπη εξέλιξη του αστικού περιβάλλοντος, στην προοπτική της βιώσιμης ανάπτυξης της κοινωνίας στο χώρο και στο χρόνο.

    Οι παραπάνω σκέψεις έχουν ως αφορμή την πολιτισμική πρόκληση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Πρόκληση την οποία θεωρώ σημαντική ευκαιρία και μαζί δοκιμασία.

    Αν αξιοποιηθεί στην προοπτική κάποιου στοχαστικού διαχρονικού σχεδιασμού, μπορεί να ενεργοποιήσει τις δημιουργικές δυνάμεις για την ουσιαστική αντιμετώπιση του παρόντος και του μέλλοντος του τόπου μας, μέσα στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης.

    Ευκαιρία και μαζί δοκιμασία από την οποία θα κριθεί κατά πόσο μπορεί η κοινωνία μας να αναζητήσει νέα πρότυπα Πολιτισμού, όχι μόνο για τον τόπο μας, αλλά γενικότερα για την ανθρωπότητα, καθώς οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν παγκόσμια επικοινωνιακή εμβέλεια.

    Πρόκληση-δίλημμα: Η Ελλάδα είναι σε θέση να επεξεργαστεί κάποια εναλλακτική πρόταση για μιαν άλλη ποιότητα των Ολυμπιακών Αγώνων;

    Ή θα αναπαραγάγει με κάποιες θεαματικές παραλλαγές τα γνωστά εμπορευματικά πρότυπα που ισχύουν μέχρι τώρα; τα οποία προβάλλονται και ελέγχονται από μεγάλες εταιρίες-χορηγούς;

    Αν αυτή η πρόκληση-δίλημμα λειτουργήσει ως καταλύτης για την αφύπνιση των αρμοδίων, όσο και των πολιτών, τότε η πληθυσμιακή παλίρροια των Ολυμπιακών Αγώνων, αντί να μείνει στην επιφάνεια του θεάματος, αφήνοντας πίσω μόνο σκουπίδια, μπορεί να αξιοποιηθεί ώστε τα φερτά υλικά να εμπλουτίσουν το γόνιμο πολιτισμικό έδαφος της κοινωνίας μας για βιώσιμη ανάπτυξη στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον.

    ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗ

    Αν μια τέτοια στρατηγική αντιμετώπιση του αστικού περιβάλλοντος ακούγεται από μερικούς σαν ρομαντική ουτοπία, τότε δεν μένει παρά να αφεθούμε μοιρολατρικά, χωρίς συζήτηση, στα τρέχοντα πρότυπα του πολιτισμού του «θεάματος».

    Αν όμως θεωρήσουμε το περιβάλλον ως πλαίσιο για βιώσιμη ανάπτυξη, τότε η συγκυρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 αναδεικνύει κάθε δημιουργική προσέγγιση ως ρεαλιστική αναγκαιότητα, η οποία πρέπει να αξιοποιείται με όρους πολιτικούς και οικονομικούς, ως επένδυση ζωής προσωπικής και κοινωνικής.

    Ιούνιος 2002

     

     

    *Σημείωση:

    Βλ. «Αφομοίωση και ανάκτηση της αμφισβήτησης από τα συστήματα επικοινωνίας (media)». Εισήγηση στο Συμπόσιο της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, με γενικό θέμα «Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΜΕΣΟΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ», 14-15 Νοεμβρίου 1997. ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ, Τόμος 37-38 / 1997-1998 σελ. 273 - Έκδοση του Ιδρύματος Παναγιώτη & Έφης Μιχελή.

     

     

    Επιστροφή Δημοσιεύματα - Return to Texts